Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τό προχωρημένο

  • 1 глубокий

    глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα
    * * *
    в разн. знач.

    глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη

    глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο

    глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα

    глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο

    глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα

    Русско-греческий словарь > глубокий

  • 2 аванпост

    аванпост
    м воен. τό προχωρημένο φυλάκιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > аванпост

  • 3 пост

    пост I
    м I. воен. τό φυλακιον, τό φυ-λακεῖον, ὁ σταθμός, ἡ σκοπιά:
    передовой \пост τό προχωρημένο φυλάκιον сторожевой \пост ἡ σκοπιά· наблюдательный \пост τό παρατηρητήριον стоять на \посту́ στέκομαι φρουρός, εἶμαι σκοπιά· сменить \пост-ы ἀλλάσσω τήν φρουρά, ἀλλάσσω τίς βάρδιες·
    2. (должность) τό πόστο, τό ἀξίωμα, ἡ θέση:
    занимать важный \пост κατέχω θέσιν, κρατώ πόστο· покинуть свой \пост ἐγκαταλείπω τή θέση μου.
    пост II
    м рел. ἡ νηστεία:
    соблюдать \пост νηστεύω· великий \пост ἡ μεγάλη σαρακοστή.

    Русско-новогреческий словарь > пост

  • 4 φυλάκιο(ν)

    τό
    1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;

    τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;

    προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;

    2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυλάκιο(ν)

  • 5 φυλάκιο(ν)

    τό
    1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;

    τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;

    προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;

    2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυλάκιο(ν)

  • 6 lateness

    noun (το) προχωρημένο της ώρας

    English-Greek dictionary > lateness

  • 7 секрет

    α.
    1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•

    держать в -е κρατώ μυστικό•

    выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.

    || κρυφή αιτία•

    знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•

    секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•

    ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•

    секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.

    2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•

    замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.

    3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.
    εκφρ.
    по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.
    -а σ., έκκριμα αδένων.

    Большой русско-греческий словарь > секрет

См. также в других словарях:

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • αμοί — (διεθν. Amoy, κινέζ. Xiamen).Πόλη (458.000 κάτ. το 2002) της ΝΑ Κίνας στην επαρχία Φουκιέν. Είναι χτισμένη στο ομώνυμο νησί και στο γειτονικό νησάκι Κουλαγκσού, που βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα του κόλπου όπου εκβάλλει o ποταμός Κιουλούνγκ… …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια …   Dictionary of Greek

  • ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …   Dictionary of Greek

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …   Dictionary of Greek

  • προπύργιο — το / προπύργιον, ΝΜΑ μικρός πύργος ο οποίος βρίσκεται μπροστά και πριν από άλλους μεγαλύτερους, προχωρημένο οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας νεοελλ. 1. συνεκδ. ασφαλής, οχυρή θέση 2. καθετί που παρέχει προστασία και ασφάλεια («το Βυζάντιο υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • στασιμότητα — Όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εθνική οικονομία όταν εξαντλείται η τάση για αύξηση της παραγωγής. Η κατάσταση αυτή προκαλείται από το γεγονός ότι συχνά η διαδικασία της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου δε βρίσκει… …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρακας — ο, Ν άτομο που πάσχει από φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιάρης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας, στραβούλι ακας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»